- ἐάν
- (с conj.) если
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
εάν — (AM ἐάν Α και ἄν; ἤν) υποθετικός σύνδεσμος που συντάσσεται με υποτακτική για να δηλωθεί το προσδοκώμενο ή αόριστη χωρίς στενό χρονικό καθορισμό επανάληψη νεοελλ. 1. χρησιμοποιείται ως τύπος εντονότερος τού αν 2. εισάγει πλάγιες ερωτηματικές… … Dictionary of Greek
ἐάν — ἐά̱ν , ἐάν if haply indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εάν — σύνδ. υποθ., βλ. αν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐᾶν — ἐάω suffer pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐάω suffer pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐάω suffer pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἐᾶ̱ν , ἐάω suffer pres inf act (epic doric) ἐάω suffer pres inf act (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐᾷν — ἐάω suffer pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑάν — ἑά̱ν , ἑός his fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔαν — ἔᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἔᾱν , ἐάω suffer imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὸ γαμεῖν, ἐάν τις τὴν ἀλήθειαν σκοπῇ… — См. Необходимое зло … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χρυσή τομή — Εάν δοθεί ένα ευθύγραμμο τμήμα s, ονομάζεται χ.τ. του ένα τμήμα του, έστω m το οποίο είναι μέσο ανάλογο μεταξύ ολόκληρου του τμήματος και του υπόλοιπου (s – m), δηλαδή s : m = m : (s – m). Επειδή, όταν 4 μεγέθη είναι ανάλογα, είναι και τα μέτρα… … Dictionary of Greek
αἴκα — ἐάν if haply doric (indeclform conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνπερ — ἐάν if haply contr indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)